νομοφυλακώ

νομοφυλακώ
νομοφυλακῶ, -έω (Α) [νομοφύλαξ]
1. διαφυλάσσω, τηρώ τους νόμους
2. είμαι νομοφύλαξ, υπηρετώ τους νόμους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”